ἁρμόν

ἁρμόν
ἁρμός
joint
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Κορντέ ντ’ Αρμόν, Σαρλότ — (Charlotte Corday d’ Armont, Σεν Σατιρκέν 1768 – Παρίσι 1793). Γαλλίδα ευγενής, η δολοφόνος του Γάλλου επαναστάτη Ζ.Π. Μαρά. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια της Νορμανδίας και θαύμαζε τον Πλούταρχο και τον Ρουσό. Υποστήριζε θερμά τις… …   Dictionary of Greek

  • στόμιο — Όνομα τεσσάρων οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (60 κάτ., υψόμ. 520 μ.) στην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (7 τ. χλμ., 60 κάτ.). 2. Παράλιος οικισμός (359 κάτ., υψόμ. 10 μ.), στην επαρχία Κορινθίας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”